- πλειονοψηφία
- η, ΝΑβλ. πλειοψηφία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πλειονοψηφία — η βλ. πλειοψηφία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πλειονοψηφίας — πλειονοψηφίᾱς , πλειονοψηφία dominant astrological influence fem acc pl πλειονοψηφίᾱς , πλειονοψηφία dominant astrological influence fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλειονοψηφίαν — πλειονοψηφίᾱν , πλειονοψηφία dominant astrological influence fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλειονοψηφοφορία — η, Α η επικρατούσα αστρολογική επίδραση, πλειονοψηφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλείων, ονος + ψηφοφορία] … Dictionary of Greek
πλειοψηφία — και πλειονοψηφία, η, ΝΑ ο μεγαλύτερος αριθμός ψήφων, η πλειονότητα τών ψήφων ή τών ψηφοφόρων σε μία διαδικασία ψηφοφορίας νεοελλ. 1. φρ. α) «απόλυτη πλειοψηφία» (δημ. δίκ.) η συμφωνία τής βουλήσεως ως προς το συζητηθέν θέμα τού ημίσεως συν ενός… … Dictionary of Greek
πλειοψηφικός — και πλειονοψηφικός, ή, ό, Ν [πλειοψηφία / πλειονοψηφία] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πλειοψηφία 2. φρ. «πλειοψηφικό εκλογικό σύστημα» εκλογικό σύστημα κατά το οποίο τα μέλη αιρετού σώματος εκλέγονται μόνο από το ψηφοδέλτιο που πλειοψηφεί … Dictionary of Greek
κονγκλάβιο — Ονομασία της συνέλευσης των καρδιναλίων στη Δυτ. Καθολική Εκκλησία, που συγκαλείται για να εκλέξει νέο πάπα· κ. ονομάζεται επίσης ο τόπος όπου γίνεται η εκλογή. Η ονομασία προέρχεται από τις λατινικές λέξεις cum clave (= κλειδωμένος). Η καθιέρωση … Dictionary of Greek
πλειοψηφία — πλειοψηφία, η και πλειονοψηφία, η το μεγαλύτερο μέρος των ψήφων ή αυτών που ψηφίζουν: Απόλυτη πλειοψηφία είναι το μισό κι ένας παραπάνω απ όλους (παρόντες και απόντες), ενώ σχετική πλειοψηφία είναι το μισό κι ένας παραπάνω απ αυτούς που ψήφισαν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)